- ὀρθο-γνώμων
ὀρθο-γνώμων, ον, grade, recht denkend, urtheilend; Hippocr.; λόγοι, Hippodam. bei Stob. fl. 103, 26 M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθο-γνώμων, ον, grade, recht denkend, urtheilend; Hippocr.; λόγοι, Hippodam. bei Stob. fl. 103, 26 M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek
λειπογνώμων — και λιπογνώμων, ον (Α) (για ζώα, ιδίως για υποζύγια) αυτός που τού λείπουν τα δόντια, από τα οποία φαίνεται η ηλικία του, γέρικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειπ τού λείπω + γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ολιγο γνώμων, ορθο γνώμων. Ο τ. λιπογνώμων < θ.… … Dictionary of Greek
κακογνώμων — κακογνώμων, όγνωμον (AM) μσν. δύστροπος αρχ. ασύνετος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ολιγο γνώμων, ορθο γνώμων] … Dictionary of Greek
καλογνώμων — καλογνώμων, όγνωμον (AM) αυτός που έχει αγαθό φρόνημα, ο καλοκάγαθος, ο καλόγνωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + γνώμων (< γνώμων < γίγνομαι), πρβλ. ιδιο γνώμων, ορθο γνώμων] … Dictionary of Greek
φιλογνώμων — φιλόγνωμον, Μ αυτός που τρέφει φιλικά αισθήματα για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γνωμών (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ὀρθο γνώμων] … Dictionary of Greek
ευγνώμων — ον (ΑΜ εὐγνώμων, ον) 1. αυτός που αναγνωρίζει κάποια χάρη ή προσφορά που τού έγινε και τιμά τον ευεργέτη του 2. εκείνος που ανταποδίδει ή αισθάνεται υποχρεωμένος να ανταποδώσει την ευεργεσία αρχ. μσν. 1. καλόγνωμος, διαλλακτικός 2. επιεικής,… … Dictionary of Greek
οικονομική πολιτική — Το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες το κράτος ρυθμίζει τις πρωτοβουλίες των ατόμων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων και τροποποιεί τις γενικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσονται αυτές, ώστε να πετύχει ορισμένους σκοπούς. Για να το κατορθώσει … Dictionary of Greek