- ὀρνεάζομαι
ὀρνεάζομαι, Vögel fangen, u. übertr., sprichwörtlich, den Kopf in der Höhe tragen, wie ein Vogelsteller, der Vögel sucht, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρνεάζομαι, Vögel fangen, u. übertr., sprichwörtlich, den Kopf in der Höhe tragen, wie ein Vogelsteller, der Vögel sucht, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορνεάζομαι — ὀρνεάζομαι (Α) [όρνεον] 1. ασχολούμαι με το κυνήγι ορνέων 2. μτφ. κρατώ το κεφάλι ψηλά, όπως ο κυνηγός που ψάχνει για το θήραμά του … Dictionary of Greek
ὀρνεᾶται — ὀρνεάζομαι carry the head high fut ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠρνεάζετο — ὀρνεάζομαι carry the head high imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… … Dictionary of Greek