- ἀραιά
ἀραιά, ἡ, der Unterleib, Medic. S. ἀραιός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀραιά, ἡ, der Unterleib, Medic. S. ἀραιός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀραιά — ἀραιός thin neut nom/voc/acc pl ἀραιά̱ , ἀραιός thin fem nom/voc/acc dual ἀραιά̱ , ἀραιός thin fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιᾷ — ἀραιός thin fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραῖα — ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc pl ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραία — ἀραί̱ᾱ , ἀραῖος prayed to fem nom/voc/acc dual ἀραί̱ᾱ , ἀραῖος prayed to fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραίᾳ — ἀραί̱ᾱͅ , ἀραῖος prayed to fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιᾶι — ἀραιᾷ , ἀραιός thin fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιάν — ἀραιά̱ν , ἀραιός thin fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιάς — ἀραιά̱ς , ἀραιός thin fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… … Dictionary of Greek
σπάνιος — α, ο / σπάνιος, ον, ΝΜΑ [σπάνις] 1. αυτός που βρίσκεται σε μικρή ποσότητα, λιγοστός («τὰς δὲ ἄρκτους ἐούσας σπανίας», Ηρόδ.) 2. αυτός που συμβαίνει σπάνια νεοελλ. 1. εκλεκτός, ξεχωριστός («έχει σπάνια χαρίσματα») 2. πολύτιμος, ανεκτίμητος (α.… … Dictionary of Greek
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek