- ἀρακίς
ἀρακίς, ίδος, ἡ, 1) äol. = φιάλη, Ath. XI, 502 b. – 2) αἱ ἀρακίδες, = folgd.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρακίς, ίδος, ἡ, 1) äol. = φιάλη, Ath. XI, 502 b. – 2) αἱ ἀρακίδες, = folgd.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρακίδας — ἀρακίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)