ὀρειο-μανής

ὀρειο-μανής

ὀρειο-μανής, ές, = ὀρειμανής, Orph. H. 30, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορειμανής — ὀρειμανής και ὀρειομανής, ές (Α) 1. αυτός που ως μαινόμενος περιέρχεται τα όρη 2. αυτός που αγαπά εμμανώς τα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρειο (βλ. λ. όρος [II]) + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. υλο μανής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”