ὀρει-λεχής

ὀρει-λεχής

ὀρει-λεχής, ές, in den Bergen liegend, schlafend, λέοντες, Empedocl. 227 bei Ael. H. A. 12, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοινολεχής — κοινολεχής, ές (AM) αυτός που έχει κοινό κρεβάτι με άλλον, συγκοιμώμενος, σύντροφος τού κρεβατιού, σύζυγος ή εραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + λεχής (< λέχος), πρβλ. ορει λεχής, πρωτο λεχής] …   Dictionary of Greek

  • χαμαιλεχής — ές, Α χαμαιεύνης*, χαμαικοίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + λεχής (< λέχος «κρεβάτι»), πρβλ. κοινο λεχής, ὀρει λεχής] …   Dictionary of Greek

  • ορειλεχής — ὀρειλεχής, ές (Α) αυτός που κοιμάται ή κατοικεί στα όρη («ὀρειλεχεῑς λέοντες», Εμπεδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει (βλ. λ. όρος [II]) + λεχής (< λέχος «κλίνη»), πρβλ. γη λεχής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”