ὀρειο-νόμος

ὀρειο-νόμος

ὀρειο-νόμος, = ὀρεινόμος; ϑῆρες, Antp. Sid. 15 (VI, 14); κάπρος, Philp. 47 (VI, 240).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ερημονόμος — ἐρημονόμος, ον και έρημόνομος, ον (Α) 1. αυτός που συχνάζει στην έρημο («ἐρημονόμοι θεαί») 2. έρημος, ακατοίκητος («ἐρημονόμος λόχμη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + νομός (< νέμω) πρβλ. ορειο νόμος] …   Dictionary of Greek

  • ορεινόμος — ὀρεινόμος και ὀρειονόμος, και ὀρεσσινόμος, ον (Α, Μ ὀρεσινόμος, ον) 1. αυτός που βόσκει στα όρη («ὀρεινόμος αἴξ», Θεόφρ.) 2. αυτός που συνέβη στα όρη ή αυτός που περιπλανιέται στα όρη ή που αναφέρεται στην περιπλάνηση ανά τα όρη (α. «τάν τ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”