- ὀρει-θαλής
ὀρει-θαλής, ές, auf den Bergen sprossend, wachsend, Lycophr. 1423.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρει-θαλής, ές, auf den Bergen sprossend, wachsend, Lycophr. 1423.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιοθαλής — ἰοθαλής, ές (Α) θαλερός ή ανθηρός από τα ία που περιέχει («στεφάνους ἰοθαλέας», Φιλόξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. αει θαλής, ορει θαλής] … Dictionary of Greek
χοροιθαλής — ές, Α αυτός που διαπρέπει στον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοροῖ, τοπική τού χορός, + θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. ὀρει θαλής. Η χρησιμοποίηση τής τοπικής στο α συνθετικό οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών… … Dictionary of Greek
ορειθαλής — ὀρειθαλής, ές (Α) αυτός που βλαστάνει στα όρη («ὀρειθαλὴς δρῡς», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει (βλ. λ. όρος [II]) + θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. οικο θαλής] … Dictionary of Greek