- ἀρχ-ᾱγέτης
ἀρχ-ᾱγέτης, ὁ, nach Plut. Lyc. 6 der ursprüngliche Name der lacedämonischen Könige, s. ἀρχηγέτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρχ-ᾱγέτης, ὁ, nach Plut. Lyc. 6 der ursprüngliche Name der lacedämonischen Könige, s. ἀρχηγέτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξεναγέτης — ο (Α ξεναγέτης) νεοελλ. άτομο εντεταλμένο να συνοδεύει επίσημο, ξένο που επισκέπτεται μια χώρα, ο ξεναγός αρχ. πρόσωπο που οδηγούσε και περιποιούνταν τους ξένους ή τους φιλοξενουμένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ᾱγέτης, δωρ. τ. τού ἡγέτης (πρβλ. νυμφ … Dictionary of Greek