ἀρχᾱγός

ἀρχᾱγός

ἀρχᾱγός, dor. = ἀρχηγός, Tragg.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀρχαγός — ἀρχᾱγός , ἀρχηγός beginning masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχ- — (AM αρχ ). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ είναι μία από τις μορφές που εμφανίζουν τα σύνθετα των οποίων το α συνθετικό προέρχεται από το ρ. άρχω, ενώ το β συνθετικό τους αρχίζει από φωνήεν. Για το αρχ ισχύει ό,τι και για το αρχε *, αρχι * και αρχο * Δηλ. τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”