- ἀρχ-ώνης
ἀρχ-ώνης, ὁ, der Hauptpächter, Andoc. 1, 133, wahrscheinlich richtig emend. für ἄρχων εἷς, vgl. E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρχ-ώνης, ὁ, der Hauptpächter, Andoc. 1, 133, wahrscheinlich richtig emend. für ἄρχων εἷς, vgl. E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωνούμαι — έομαι, ΜΑ, και κρητ. τ. μτχ. ενεστ. ὠνώμενος, ένη, ον, Α 1. αγοράζω 2. διαπραγματεύομαι κάτι, παζαρεύω 2. (ειδικότερα) α) (με δοτ. προσ.) αγοράζω κάτι από κάποιον β) (με γεν. και σπάν. με δοτ. τής τιμής) αγοράζω κάτι αντί ενός χρηματικού ποσού 3 … Dictionary of Greek
θεατρώνης — ο (Α θεατρώνης) νεοελλ. θεατρικός επιχειρηματίας που διατηρεί θίασο ηθοποιών με έξοδά του, εργολάβος θεάτρου αρχ. (στην αρχ. Αθήνα), ο πολίτης που εισέπραττε από τους θεατές ως δικαίωμα εισόδου το «θεωρικόν»* και σε αντάλλαγμα πλήρωνε ενοίκιο… … Dictionary of Greek
τελώνης — ο, ΝΜΑ 1. (στην ΚΔ) άνθρωπος αμαρτωλός, άδικος και εκβιαστής («οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αυτὸ ποιοῡσι;», ΚΔ) 2. φρ. «η Κυριακή τού Τελώνη και τού Φαρισαίου» εκκλ. η πρώτη Κυριακή τού Τριωδίου, κατά την οποία αναγιγνώσκεται στους ναούς η ευαγγελική… … Dictionary of Greek
ιππωνία — η (Α ἱππωνία, ιων. τ. ἱππωνίη) η προμήθεια ίππων, η αγορά ίππων, κυρίως για τον στρατό αρχ. φόρος για την πώληση ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ωνία (< ώνης < ὠνοῡμαι), πρβλ. βο ωνία, ελαι ωνία] … Dictionary of Greek