- ἀρχι-γένεθλος
ἀρχι-γένεθλος, Urheber des Geschlechtes, Orph. H. 13, 7; aber Ζεύς, bei Theo. 2 (App. 40), der Stern Jupiter. Beherrscher der Nativität.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρχι-γένεθλος, Urheber des Geschlechtes, Orph. H. 13, 7; aber Ζεύς, bei Theo. 2 (App. 40), der Stern Jupiter. Beherrscher der Nativität.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προγένεθλος — ον, Ν αυτός που γεννήθηκε πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γένεθλος (< γένεθλον), πρβλ. αρχι γένεθλος] … Dictionary of Greek