- ἀρχι-κέραυνος
ἀρχι-κέραυνος, Blitz beherrschend, Cleanth. H. Iov. 81.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρχι-κέραυνος, Blitz beherrschend, Cleanth. H. Iov. 81.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… … Dictionary of Greek
τρικέραυνος — ον, Μ (μτφ. για αίρεση) αυτός που περιέχει τρεις κεραυνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κεραυνός (πρβλ. ἀρχι κέραυνος)] … Dictionary of Greek
υψικέραυνος — ον, Α αυτός που ρίχνει κεραυνούς από ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κεραυνός (πρβλ. ἀρχι κέραυνος)] … Dictionary of Greek