- ὀρυκτήρ
ὀρυκτήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρυκτήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορυκτήρ — ὀρυκτήρ, ῆρος, ὁ, Μ θηλ. ὀρυκτρίς (Α) εργάτης ορυχείου, μεταλλωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρύσσω + επίθημα τήρ / τρίς (πρβλ. πρακ τήρ)] … Dictionary of Greek
ὀρυκτῆρας — ὀρυκτήρ miner masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρυκτῆρι — ὀρυκτήρ miner masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρυκτῆρσι — ὀρυκτήρ miner masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρυκτῆρσιν — ὀρυκτήρ miner masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρυκτήρων — ὀρυκτήρ miner masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Orycteropus afer — Cerdo hormiguero … Wikipedia Español
ορυκτερόπους — (orycteropus afer). Νωδό θηλαστικό που ανήκει, με περίπου δέκα υποείδη, στην τάξη των σωληνοδόντων. Έχει ύψος ως το ακρώμιο γύρω στα 50 εκ. και μήκος 1,70 μ., στο οποίο περιλαμβάνεται και η ουρά· ο κορμός του είναι χοντρός και ο λαιμός και τα… … Dictionary of Greek
ορυκτρίς — ὀρυκτρίς, ίδος, ἡ (ΑΜ) βλ. ὀρυκτήρ … Dictionary of Greek
ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… … Dictionary of Greek