ὀρυκτής

ὀρυκτής

ὀρυκτής, , der Grabende, der Gräber, Aesop. 16. – Das Werkzeug zum Graben, – a) Spaten, Spitzeisen. – b) die Pflugschar, Strab.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορύκτης — ο (Α ὀρύκτης) [ορύσσω] αυτός που σκάβει τη γη προκειμένου να ανοίξει όρυγμα, σκαφέας, εκσκαφέας νεοελλ. 1. ειδικά κατασκευασμένο βαρύ σφυρί το οποίο χρησιμοποιείται στα μεταλλεία για τη διάτρηση τών κοιτασμάτων και τών πετρωμάτων όταν αυτά είναι… …   Dictionary of Greek

  • ὀρυκτῆς — ὀρυκτή fem gen sg (attic epic ionic) ὀρυκτός dug fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρύκται — ὀρύκτης digger masc nom/voc pl ὀρύκτᾱͅ , ὀρύκτης digger masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρυκτῶν — ὀρύκτης digger masc gen pl ὀρυκτή fem gen pl ὀρυκτός dug fem gen pl ὀρυκτός dug masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρύκτου — ὀρύκτης digger masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεκρορύκτης — νεκρορύκτης, ὁ (Α) αυτός που σκάβει τους τάφους και βγάζει έξω τους νεκρούς, τυμβωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + ὀρύκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. τοιχ ορύκτης, χρυσ ορύκτης] …   Dictionary of Greek

  • φρεατορύκτης — ο, ΝΑ, και φρεορύκτης Α φρεατωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, ατος + ὀρύκτης (< ὀρύσσω), πρβλ. νεκρ ορύκτης, τοιχ ορύκτης] …   Dictionary of Greek

  • ταφρορύκτης — ο, ΝΜ αυτός που ανοίγει τάφρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάφρος + ὀρύκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. φρεατ ορύκτης] …   Dictionary of Greek

  • τοιχορύκτης — και τοιχωρύκτης, ὁ, Α τοιχωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + ὀρυκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. φρεατ ορύκτης] …   Dictionary of Greek

  • τυμβορύκτης — ὁ, Μ ο τυμβωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + ὀρύκτης (< ὀρύσσω), πρβλ. τοιχ ορύκτης] …   Dictionary of Greek

  • χρυσορύκτης — ὁ, ΜΑ αυτός που εξάγει από τη γη χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ὀρυκτης (< ὀρύσσω), πρβλ. φρεατ ορύκτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”