ὀρυκτή

ὀρυκτή

ὀρυκτή, ἡ, = ὄρυγμα, Ael. V. H. 13, 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορυκτή — ὀρυκτή, ἡ (Α) [ορυκτός] όρυγμα …   Dictionary of Greek

  • ὀρυκτῇ — ὀρυκτή fem dat sg (attic epic ionic) ὀρυκτός dug fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρυκτή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὀρυκτός dug fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπαλίνης — Ορυκτή ρητίνη, του τύπου C40Η64Ο, που αποτελείται κυρίως από ρητινικά οξέα. Μοιάζει με το ήλεκτρο, έχει κιτρινοπράσινο έως καστανό χρώμα, υψηλό σημείο τήξης (πάνω από 360°C) και μεγάλη χημική σταθερότητα. Το ειδικό βάρος του είναι 1,1 gr/cm3 και… …   Dictionary of Greek

  • ὀρυκταῖς — ὀρυκτή fem dat pl ὀρυκτός dug fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρυκταί — ὀρυκτή fem nom/voc pl ὀρυκτός dug fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρυκτῆς — ὀρυκτή fem gen sg (attic epic ionic) ὀρυκτός dug fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρυκτήν — ὀρυκτή fem acc sg (attic epic ionic) ὀρυκτός dug fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμπρα — Ξενικός όρος που υποδηλώνει ουσίες διαφορετικής προέλευσης και σύστασης. Η φαιά ά. είναι αρωματική ουσία που απαντάται κατά μήκος των ακτών της Ιαπωνίας, της Μαδαγασκάρης και των Μολούκων νήσων σε μάζες που επιπλέουν και έχουν βάρος από 50… …   Dictionary of Greek

  • ιζηματογένεση — Γεωλογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση βιογενούς ή κλαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από την καταστροφή πετρωμάτων που προϋπάρχουν (αποσάθρωση) και από τον σχηματισμό πετρωμάτων που ονομάζονται γι’ αυτό τον λόγο ιζηματογενή …   Dictionary of Greek

  • μετάλλευμα — Ορυκτό που συνήθως περιέχει διάφορα μέταλλα σε αρκετή ποσότητα, ώστε να παρουσιάζει βιομηχανικό ενδιαφέρον. Η χρήση των μ. από τη βιομηχανία προϋποθέτει την κατάλληλη κατεργασία (φυσική, χημική ή θερμική). Τα μέταλλα που συγκροτούν τα μ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”