- ἀπο-βιβάζω
ἀπο-βιβάζω (fut. att. ἀποβιβῶ), aussteigen lassen, bes. vom Schiffe ans Land setzen, τινὰ εἰς τόπον Her. 8, 76; Xen. Hell. 1, 2, 4; übersetzen, Plat. Gorg. 511 e; med., für sich, Her. 8, 76. 9, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-βιβάζω (fut. att. ἀποβιβῶ), aussteigen lassen, bes. vom Schiffe ans Land setzen, τινὰ εἰς τόπον Her. 8, 76; Xen. Hell. 1, 2, 4; übersetzen, Plat. Gorg. 511 e; med., für sich, Her. 8, 76. 9, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναβιβάζω — (Α ἀναβιβάζω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι να ανεβεί, τοποθετώ σε υψηλότερη θέση, ανεβάζω 2. (ως γραμμ. όρος) μεταθέτω τον τόνο προς την αρχή τής λέξης αρχ. 1. (για πλοία) έλκω, σύρω από τη θάλασσα προς την ξηρά 2. (μέσ. για πλοία) επιβιβάζω 3. (ενεργ … Dictionary of Greek
προβιβάζω — ΝΜΑ προάγω κάποιον σε ανώτερο βαθμό ή σε ανώτερη τάξη νεοελλ. (ιδίως για μαθητές) προάγω στην αμέσως ανώτερη τάξη («ο δάσκαλος τόν προβίβασε τελικά από την πρώτη στη δευτέρα») αρχ. 1. κάνω κάποιον να φτάσει κάπου, οδηγώ, φέρω προς τα εμπρός 2.… … Dictionary of Greek
μεταβιβάζω — (Α μεταβιβάζω) [βιβάζω] μεταφέρω ή κάνω να μεταφερθεί κάτι σε άλλο μέρος (α. «το πλοίο θα μεταβιβάσει τα εμπορεύματα στους σεισμοπαθείς» β. «μεταβιβάσομεν τὸν λόγον ἐπὶ τὰς Ἡρακλέους πράξεις», Διόδ.) νεοελλ. 1. διαβιβάζω («θα τού μεταβιβάσω τους… … Dictionary of Greek
υπερβιβάζω — ΜΑ μσν. (σχετικά με χρόνο) αφήνω να περάσει αρχ. 1. διαβιβάζω, περνώ κάτι πάνω από κάτι άλλο («ὑπερβιβάζειν τὰς ναῡς ἐκ τοῡ λιμένος εἰς τὴν νότιον πλευράν», Λουκιαν.) 2. μεταθέτω τα γράμματα ή τον τόνο μιας λέξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βιβάζω… … Dictionary of Greek
υποβιβάζω — ὑποβιβάζω ΝΜΑ 1. κάνω κάτι να κατέβει χαμηλότερα, χαμηλώνω, κατεβάζω 2. μτφ. μειώνω τη σημασία προσώπου ή πράγματος, τού αποδίδω κατώτερη αξία νεοελλ. 1. (σχετικά με πρόσ.) τοποθετώ κάποιον σε κατώτερη βαθμίδα ή θέση ή σε κατώτερο αξίωμα («τόν… … Dictionary of Greek