- ἀπο-βατικός
ἀπο-βατικός, dazu gehörig, ἀγών, τροχοί, οἱ ἀπὸ τούτου τοῦ ἀγωνίσματος, B. A. 198.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-βατικός, dazu gehörig, ἀγών, τροχοί, οἱ ἀπὸ τούτου τοῦ ἀγωνίσματος, B. A. 198.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξηροβατικός — ή, ό (Α ξηροβατικός, ή, όν) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξηροβατικά ζωολ. παλαιότερη ονομασία τών ωδικών πτηνών αρχ. (για χερσαία ζώα) αυτός που έχει την ιδιότητα να βαδίζει στην ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + βατικός (< βάτης < βαίνω),… … Dictionary of Greek