- ἀπο-ματαΐζω
ἀπο-ματαΐζω, sich unanständig aufführen, Her. 2, 162, einen Wind streichen lassen, wie Stob. fl. 115. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-ματαΐζω, sich unanständig aufführen, Her. 2, 162, einen Wind streichen lassen, wie Stob. fl. 115. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφαδάζω — ΝΜΑ, και σφαράζω και σφαράσσω Ν, και δ. γρφ. σφαδάζω και σφαδαΐζω και σφραδάζω Α κινούμαι σπασμωδικά, τινάζομαι με σφοδρότητα, σπαρταρώ (α. «σφάδαζε από τους πόνους» β. «οἱ δὲ ἔφευγον ἐκ τού δωματίου βοῶντος καὶ σφαδάζοντος [Αντωνίου]», Πλούτ.)… … Dictionary of Greek