ἀπο-δρύπτω

ἀπο-δρύπτω

ἀπο-δρύπτω, oder ἀπο-δρύφω, abkratzen, zerfleischen, ἀποδρύφοι Il. 23, 187. 24, 21; μὴἀποδρύψωσι πάντα Od. 17, 480; πρὸς πέτρῃσιῥ, νοὶ ἀπέδρυφϑεν 5, 435; μὴ σάρκας ἀποδρύψῃ ὀνύχεσσι Theocr. 25, 267; ἀποδρυφϑῇ Agath. 71 (XI, 365). – Med., abmagern, ἀποδρύπτεσϑαι Alciphr. 3, 51.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμφιδρυφής — ἀμφιδρυφής, ές (Α) ο σχισμένος και από τις δύο πλευρές, ο ξεσχισμένος από παντού, ο κατασπαραγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δρυφής < αρχ. δρύπτω «σχίζω»] …   Dictionary of Greek

  • αποδρύπτω — ἀποδρύπτω (Α) [δρύπτω] αφαιρώ το δέρμα από το σώμα, γδέρνω …   Dictionary of Greek

  • δρέπω — (AM δρέπω, Α και δρέπτω) 1. (για φυτά, καρπούς κ.λπ.) κόβω, συλλέγω κάτι κόβοντάς το («δρέψατε πάλιν, ἐρασταὶ εὐδαίμονες, ναρκίσσους») 2. απολαμβάνω, αποκομίζω («έδρεψε δάφνες στους πολέμους») αρχ. μέσ. συλλέγω για τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”