- ἀπο-ναρκόω
ἀπο-ναρκόω, erstarren machen, Hippocr. – Pass., ganz erstarren, Plat. Rep. VI, 503 d u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-ναρκόω, erstarren machen, Hippocr. – Pass., ganz erstarren, Plat. Rep. VI, 503 d u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek