- ἀπο-μαρτύρομαι
ἀπο-μαρτύρομαι, Dep. med., betheuern, Plat. Soph. 237 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-μαρτύρομαι, Dep. med., betheuern, Plat. Soph. 237 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπομαρτύρομαι — ἀπομαρτύ̱ρομαι , ἀπό μαρτύρομαι call to witness aor subj mp 1st sg (epic) ἀπομαρτύ̱ρομαι , ἀπό μαρτύρομαι call to witness pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεμαρτύρατο — ἀπεμαρτύ̱ρατο , ἀπό μαρτύρομαι call to witness aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek