- ἀπο-μαρτυρέω
ἀπο-μαρτυρέω, ein Zeugniß ablegen, τινί Pol. 32, 1; sequ. acc. c. inf. 31, 7; διότι 31, 18 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-μαρτυρέω, ein Zeugniß ablegen, τινί Pol. 32, 1; sequ. acc. c. inf. 31, 7; διότι 31, 18 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπομεμαρτύρηκεν — ἀπό μαρτυρέω bear witness perf ind act 3rd sg ἀπό μαρτυρέω bear witness plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)