ἀπο-κῡδαίνω

ἀπο-κῡδαίνω

ἀπο-κῡδαίνω, sehr rühmen, verherrlichen, Hierocl. Stob. Floril. 84, 20.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀποκυδᾶναι — ἀποκῡδᾶναι , ἀπό κυδαίνω give aor inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυδάνω — (Α) κυδαίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κυδαίνω*, σχηματισμένος υστερογενώς από τον αόρ. ἐ κύδαν α] …   Dictionary of Greek

  • κύδος — (I) κύδος, ὁ (Α) ονειδισμός, βρισιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχηματισμό από το κυδάζομαι]. (II) κῡδος, τὸ (Α) 1. δόξα, φήμη, ιδίως αυτή που αποκτά κάποιος στον πόλεμο («ὡς γὰρ θεὸς ναῶν ἔδωκε κῡδος Ἕλλησιν μάχης», Αισχύλ.) 2. ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”