- ἀπο-ξύρω
ἀπο-ξύρω, abscheeren, med., sich das Haar abscheeren lassen, Polyaen. 1, 14, 1; ἕως ἂν ἀποξύρηται τὸ γέ-νειον Plut. Oth. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-ξύρω, abscheeren, med., sich das Haar abscheeren lassen, Polyaen. 1, 14, 1; ἕως ἂν ἀποξύρηται τὸ γέ-νειον Plut. Oth. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναξυρίς — (I) ἀναξυρίς ( ίδος), η (AM) (συνήθως στον πληθυντικό) αἱ ἀναξυρίδες στενή περισκελίδα μέχρι τους αστραγάλους, που τή χρησιμοποιούσαν ανατολικοί λαοί (Σκύθες κ.ά). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας κατά τον Ευστάθιο, η λ. παράγεται από το ἀνασύρομαι… … Dictionary of Greek
ξυριώ — ξυριῶ, άω (Μ) επιθυμώ να ξυριστώ, θέλω ξύρισμα, έχω ανάγκη από ξύρισμα («ἡ ἀεὶ ξυριῶσα καὶ νεανισκευομένη παρειά», Νικ.Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρῶ + κατάλ. ιῶ / ιάω (πρβλ. μαθητ ιάω)] … Dictionary of Greek
υποξυρώ — άω και έω, ΜΑ μσν. ξυρίζω ελαφρώς, παίρνω λίγο με το ξυράφι αρχ. 1. μέσ. ὑποξυρῶμαι, άομαι ξυρίζομαι κάτω από το πηγούνι 2. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) ὑπεξυρημένος ξυρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ξυρῶ «ξυρίζω» (< ξυρόν «ξυράφι»)] … Dictionary of Greek
υποξύριος — ία, ον, Α αυτός που βρίσκεται κάτω από το ξυράφι. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» < φρ. ὑπὸ ξυρῷ + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek