- ἀπο-ξύρησις
ἀπο-ξύρησις, ἡ, das Abscheeren, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-ξύρησις, ἡ, das Abscheeren, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυρήσιμος — ξυρήσιμος, ον (Α) [ξυρησις] αυτός που έχει ανάγκη από ξύρισμα ή που είναι επιδεκτικός ξυρίσματος … Dictionary of Greek