ἀπο-χαιρετίζω

ἀπο-χαιρετίζω

ἀπο-χαιρετίζω, Lebewohl sagen, Schol. Eur. Phoen. 996.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αποχαιρετίζω — κ. χαιρετώ (AM ἀποχαιρετίζω κ. χαιρετῶ, άω) 1. χαιρετώ κάποιον που φεύγει 2. χαιρετώ προκειμένου ν αναχωρήσω ή ν αποχωρήσω για ύπνο νεοελλ. 1. εγκαταλείπω ή χάνω κάτι για πάντα 2. χαιρετώ ή ασπάζομαι κάποιον νεκρό ή τον οποίο θεωρώ νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… …   Dictionary of Greek

  • τραβώ — άω, Ν 1. έλκω, σύρω, μετακινώ προς ορισμένη κατεύθυνση (α. «τράβηξε την καρέκλα πιο κοντά» β. «μη μέ τραβάς» γ. «τού τράβηξε τα αφτιά») 2. (για όπλο) σύρω από τη θήκη, ανασπώ ή σηκώνω (α. «τραβώ το σπαθί» β. «τράβηξε το κουμπούρι») 3. ρίχνω με… …   Dictionary of Greek

  • λαχταρώ — (Μ λαχταρῶ και λακταρῶ, άω) επιθυμώ σφοδρά, ποθώ διακαώς («λαχτάρησε τα παιδιά του τόσον καιρό στο εξωτερικό») νεοελλ. 1. (ιδίως για ψάρι) σπαρταρώ 2. σπαράζω, συγκλονίζομαι από συγκίνηση ή πόθο 3. βρίσκομαι σε υπερδιέγερση από φόβο ή αγωνία,… …   Dictionary of Greek

  • ξυπνώ — άω 1. σηκώνω κάποιον από τον ύπνο, αφυπνίζω («να μέ ξυπνήσεις στις πέντε») 2. σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι («σήμερα ξύπνησα αργά») 3. μτφ. βγαίνω από τον λήθαργο και βλέπω την πραγματικότητα ξεκάθαρα, αφυπνίζομαι διανοητικά και ψυχικά… …   Dictionary of Greek

  • σφίγγω — ΝΜΑ 1. περιδένω κάτι σφιχτά ώστε να πιέσει κάτι άλλο ολόγυρα, τυλίγω κάτι σφιχτά (α. «μη σφίγγεις τόσο πολύ τη ζώνη σου» β. «κρημνᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῡ τραχήλου», λουκιαν.) 2. περιβάλλω και πιέζω κάτι από παντού («ὁ ὠκεανὸς σφίγγει τὴν… …   Dictionary of Greek

  • προδεξιούμαι — όομαι, Α (αποθ.) εκφράζω από την αρχή ευχαριστίες για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δεξιοῦμαι «χαιρετίζω, ευχαριστώ»] …   Dictionary of Greek

  • χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… …   Dictionary of Greek

  • χαιρετισμός — ο, ΝΜΑ [χαιρετίζω] 1. το να προσφωνεί κανείς κάποιον που συναντά με τις λέξεις χαίρε, χαίρετε ή άλλη σχετική 2. απόδοση καθιερωμένων τιμών σε κάποιον ή σε κάτι (α. «ο χαιρετισμός τής σημαίας» β. «ὁ τῶν ἀπὸ Συρίας ἐρχομένων πρέσβεων πρὸς τὸν… …   Dictionary of Greek

  • χαιρετιστήριος — α, ο, Ν 1. αυτός με τον οποίο χαιρετίζει κάποιος έναν άλλο ή τού εκφράζει την αγάπη του ή τις ευχές του (α. «χαιρετιστήρια δώρα» β. «χαιρετιστήριο τηλεγράφημα» γ. «χαιρετιστήριοι κανονιοβολισμοί») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χαιρετιστήρια τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”