- ἀπο-χαλασμός
ἀπο-χαλασμός, ὁ, das Nachlassen?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-χαλασμός, ὁ, das Nachlassen?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Σεφέρης, Γιώργος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γεώργιου Σεφεριάδη). Έλληνας ποιητής και διπλωμάτης (Σμύρνη 1900 Αθήνα 1971). Γιος του καθηγητή Στυλιανού Σεφεριάδη, πέρασε τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη εφηβεία στη γενέτειρα του. Όταν ξέσπασε ο A’ Παγκόσμιος… … Dictionary of Greek
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek
ορυμαγδός — ο (Α ὀρυμαγδός) (ποιητ. τ.) ισχυρός κρότος, πολύηχος δυνατός θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και εκεί, οχλοβοή, χαλασμός κόσμου («πολὺς δ ὀρυμαγδὸς ἐπ αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», Ομ. Ιλ.)… … Dictionary of Greek
φωνή — η 1. οήχος που παράγεται από το λάρυγγα και τη στοματική κοιλότητα ανθρώπων και ζώων. 2. κραυγή, ξεφωνητό, αναφώνηση: Φωνήν τρόμου η Ελλάδα σέρνει (Δ. Σολωμός). 3. οχλοβοή: Ακούγονταν φωνές, κακό, χαλασμός κόσμου. 4. η φωνή που τραγουδάει, φωνή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανδαιμόνιο — το 1. τόπος διαμονής όλων τών δαιμόνων 2. συνεκδ. πρωτεύουσα τού φανταστικού βασιλείου τής Κόλασης, όπου συνέρχονται τα συμβούλια τών δαιμόνων 3. μτφ. μεγάλος θόρυβος από φωνές και κρότους σε συνδυασμό με πλήρη σύγχυση και αταξία, αλλ. βαβυλώνια … Dictionary of Greek
Βέργης, Άνθης — (Πετροχώρι Αιτωλοακαρνανίας 1919 –). Φιλολογικό ψευδώνυμο του λογοτέχνη Κώστα Χρ. Δημητρίου. Σταδιοδρόμησε ως διευθυντής στη γενική γραμματεία Τύπου, ενώ υπήρξε επίσης τακτικός συνεργάτης στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (1950 60). Εξέδωσε την… … Dictionary of Greek
Κασιάνης, Ελευθέριος — (Τραπεζούντα 1918 –). Συγγραφέας. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης, στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έργα του είναι: Τούρκοι πέρασαν, Χαλασμός! (1955), Η Καλλιθέα, σελίδες από την ιστορία της… … Dictionary of Greek
Σέλτσου, μονή — Μετόχι του μοναστηριού Ροβελίστας, στον νομό Άρτας, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Το καθολικό του μοναστηριού είναι καμαροσκέπαστο, χωρίς τρούλο, και έχει νάρθηκα και ξυλόγλυπτο τέμπλο. Σώζεται επίσης ο περίβολος και ερειπωμένα κελιά.… … Dictionary of Greek
κοσμοχαλασιά — και κοσμοχάλαση, η 1. μεγάλη ταραχή και αναστάτωση τών στοιχείων τής φύσης, θεομηνία, χαλασμός κόσμου 2. πολύς θόρυβος, μεγάλη φασαρία που προέρχεται από πολλούς ανθρώπους, πανδαιμόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)* + χαλασιά / χάλαση (< χαλώ)] … Dictionary of Greek
συχαλασμός — ο, Ν [συχαλώ] τρομερός θόρυβος που προκαλείται από διάφορα φυσικά αίτια, όπως βροντή, σεισμό, κατάπτωση βράχων κ.ά., κν. χαλασμός κόσμου … Dictionary of Greek
ξεθεμέλιωμα — το, ατος τέλεια καταστροφή από τα θεμέλια, αφανισμός, χαλασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)