- ἀπο-χναύω
ἀπο-χναύω, abnagen, Eur. Cycl. 358, wird getrennt geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-χναύω, abnagen, Eur. Cycl. 358, wird getrennt geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χναύω — Α 1. τρώω με μικρές μπουκιές, τσιμπολογώ («ὡς ἕτοιμά σοι ἑφθὰ καὶ ὀπτὰ καὶ ἀνθρακιᾱς ἄπο χναύειν», Ευρ.) 2. μέσ. χναύομαι (κατά τον Ησύχ.) «χναύεται περικνίζεται, λαμβάνει». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τού καθημερινού λεξιλογίου, αβέβαιης ετυμολ., το … Dictionary of Greek
χραύω — ΜΑ (ποιητ. τ.) 1. αγγίζω ελαφρά 2. τραυματίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος ρηματ. τ., ο οποίος απαντά μόνο σύνθ. (πρβλ. πρτ. ἐν έχρανε), καθώς και σε ορισμένους τ. μτχ. (πρβλ. χραυόμενον / χραυζόμενον) και αορ. (πρβλ. τους τ. τού Ησύχ. ἔχραυσεν … Dictionary of Greek
χνόη — και ιων. τ. χνοίη, ἡ, Α 1. μεταλλικός σωληνίσκος στο κέντρο τής πλήμνης τροχού άμαξας, μέσα στο οποίο εισέρχεται και περιστρέφεται ο άξονας, αλλ. χοινίκη 2. φρ. «χνόαι ποδῶν» οι αρθρώσεις τών ποδιών (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χνόη (< *χνοFη)… … Dictionary of Greek
χρίω — ΝΜΑ, και χρίζω Ν 1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω 2. εκκλ. (για ιερέα) αλείφω τον νεοφώτιστο με άγιο μύρο αμέσως μετά την τέλεση τού μυστηρίου τού βαπτίσματος 3. (για ιεράρχη) αναγορεύω ηγεμόνα, αλείφοντάς τον με μύρο, κατά την τελετή τής στέψης (α.… … Dictionary of Greek
παραχναύω — Α (για τον κόρακα) τρώγω, ροκανίζω μέρος από κάτι, δαγκώνω κρυφά, τρώγω αρπακτικά («τῶν πυρῶν παραχναῡσαι βουλόμενος», Αιλιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χναύω «τσιμπολογώ»] … Dictionary of Greek
ψαύω — ΝΑ αγγίζω κάτι ελαφρά, ψηλαφώ με τις άκρες τών δαχτύλων αρχ. 1. (γενικά) αγγίζω κάτι («χεροῑν καλλιρρόου ἔψαυσα πηγῆς», Αισχύλ.) 2. φθάνω σε κάτι, κερδίζω («ψαύω ὕμνων», Πίνδ.) 3. αγγίζω κάτι με εχθρική διάθεση 4. μτφ. α) θίγω ένα θέμα χωρίς να… … Dictionary of Greek