ἀπο-σαλεύω

ἀπο-σαλεύω

ἀπο-σαλεύω, 1) auf offenem Meere, außerhalb des Hafens sich aufhalten, Thuc. 1, 137; ἐπ' ἀγκύρας, daselbst vor Anker liegen, Dem. 50, 22, wie Plut. Pomp. 77 u. a. Sp. – 2) sich von etwas entfernt halten, τινός Plut. am. prol. p. 71 (i. A.). – Med., ebenso, Arr. Epict. 3, 26.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σαλεύω — σάλεψα, σαλεύτηκα, σαλεμένος 1. μτβ., κινώ, σείω: Τα κύματα σαλεύουν το σκάφος. 2. αμτβ., μετατοπίζομαι, μετακινούμαι: Δε σάλεψε από τη θέση του. 3. κουνιέμαι, σείομαι: Δε σαλεύει φυλλαράκι. – Δε σάλεψαν τα χείλη της. 4. μτφ., κλονίζομαι, παθαίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκιρτώ — σκιρτῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. σκιρτῶ, έω, Α 1. τινάζομαι αιφνίδια από τη θέση μου, αναπηδώ 2. (για χορευτή και για τις Βάκχες) χοροπηδώ («ὀρχεῑσθε καὶ σκιρτᾱτε καὶ χορεύετε», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. (για τη θάλασσα) αναταράσσομαι, σαλεύω («σφόδρα… …   Dictionary of Greek

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

  • κλονίζω — (AM κλονίζω) σείω, τραντάζω, προκαλώ, απώλεια σταθερότητας («ολόκληρο το σπίτι κλονίστηκε από τον σεισμό») νεοελλ. μτφ. 1. προκαλώ δισταγμούς ή ενδοιασμούς ή αμφιβολίες σε κάποιον (α. «η τελευταία του αποτυχία τού κλόνισε την αυτοπεποίθηση» β. «η …   Dictionary of Greek

  • εξανεμώ — ἐξανεμῶ, όω (AM) [ανεμώ] εξανεμίζω μσν. παθ. 1. μετεωρίζομαι, πετώ στον αέρα 2. μεταβάλλομαι σε άνεμο, ματαιώνω αρχ. 1. γεμίζω κάτι με αέρα, φουσκώνω 2. επαίρομαι ανοήτως, φουσκώνω, παίρνουν τα μυαλά μου αέρα («ἐξηνεμώθην μωρίᾳ», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ποτεκιγκλίζευ — Α φρ. «σεσηρὼς εὖ ποτεκιγκλίζευ καὶ τᾶς δρυὸς εἴχεο τήνας» με λοξό χαμόγελο, από τον πόνο, ωραία τόν είχες στήσει και τόν κούναγες σαν σουσουράδα και είχες αγκαλιάσει αυτήν εκεί τη βαλανιδιά (Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. παρατ. τού άχρηστου ρ.… …   Dictionary of Greek

  • σάλευμα — το, ΝΑ, και σάλεμα Ν [σαλεύω] 1. μικρή μετακίνηση, μετατόπιση 2. απώλεια τής ισορροπίας ενός πράγματος από φυσικά ή τεχνητά αίτια, ταλάντευση, λίκνισμα νεοελλ. μτφ. απώλεια τού λογικού ειρμού τών σκέψεων, παραφροσύνη, τρέλα αρχ. ασταθής κίνηση,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”