- ἀπο-σμικρύνω
ἀπο-σμικρύνω, dasselbe, Luc. Merc. cond. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σμικρύνω, dasselbe, Luc. Merc. cond. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμίκρυνση — και μίκρυνση, η, Ν 1. ελάττωση ως προς τις διαστάσεις 2. αναπαράσταση σε μικρές διαστάσεις, σε αντιδιαστολή προς τη μεγέθυνση 3. (φωτογρ.) δημιουργία θετικού φωτοτύπου ή φωτοαντιγράφου μικρότερων διαστάσεων από την αρνητική φωτογραφία από την… … Dictionary of Greek