- ἀπο-σμάω
ἀπο-σμάω (s. σμάω), abstreichen, abwischen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σμάω (s. σμάω), abstreichen, abwischen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμώ — ήω και άω, Α 1. (ενεργ και μέσ.) πλένω με σαπούνι ή με αλοιφή («κατέλιπον αὐτὴν σμωμένην ἐν τῇ πυέλῳ», Αριστοφ.) 2. σκουπίζω, καθαρίζω («εἰσιὼν ταῡτα τε καὶ τὰ ἄλλα ἡδύνειν καὶ τὴν κάρδοπον σμῆν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. σμῶ… … Dictionary of Greek