- ἀπο-σκύλλω
ἀπο-σκύλλω, abziehen, λάχνην ἀποσκύλαιο Nic. Th. 690, Schol. ἐκδείρειας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σκύλλω, abziehen, λάχνην ἀποσκύλαιο Nic. Th. 690, Schol. ἐκδείρειας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκύλλω — ΜΑ 1. ξεσχίζω σαν σκύλος, κατασπαράσσω 2. μτφ. εμβάλλω κάποιον σε ταραχή ή στενοχώρια, ταράζω (α. «τὴν ἀσθενοῡσαν σκύλλειν», Σωρ. β. «τί ἔτι σκύλλεις τὸν διδάσκαλον», ΚΔ) 3. (το μέσ. και παθ.) σκύλλομαι στενοχωριέμαι (α. «Κύριε, μή σκύλλου», ΚΔ β … Dictionary of Greek
ἀποσκύλαιο — ἀποσκύ̱λαιο , ἀπό σκύλλω torn aor opt mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύλος — Δακτυλοβάμον θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ανάλογα με τις ράτσες, ο κατοικίδιος σ. (Canis familiaris) έχει σχήμα και όψεις αξιοσημείωτα διαφορετικές· οι διαστάσεις του μπορούν να ποικίλλουν από πάνω από 90 εκ.… … Dictionary of Greek
σκύλο — το / σκῡλον, ΝΑ καθετί που διαρπάζεται από σκοτωμένο στρατιώτη, προϊόν σκύλευσης («τὰς πτέρυγας... τῇ Νίκῃ φορεῑν ἔδοσαν... σκῡλον ἀπὸ τῶν πολεμίων», Αριστοφ.) αρχ. 1. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκῡλα τα όπλα που αφαιρούνται από σκοτωμένο εχθρό,… … Dictionary of Greek
προσκύλλω — Α 1. κακοποιώ ή ζημιώνω κάποιον από πριν 2. παθ. προσκύλλομαι (ιδίως για γυναίκες) διακορεύομαι από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκύλλω «σπαράζω, σχίζω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
κοσκυλμάτιον — κοσκυλμάτιον, τὸ (Α) στον πληθ. τὰ κοσκυλμάτια αποκόμματα δέρματος β) (κωμικά) οι κολακείες τού βυρσοδέψη Κλέωνος προς τον Δήμο («ἐθώπευ , ἐκολάκευ , ἐξηπάτα κοσκυλματίοις ἄκροισι, τοιαυτὶ λέγων» χάιδευε, κολάκευε, εξαπατούσε με πολύ μικρά… … Dictionary of Greek
σκάλλω — ΜΑ σκάβω («σκαλλομένης τῆς περικειμένης γῆς», Γεωπ.) αρχ. μτφ. α) αναζητώ, ερευνώ («νυκτὸς μετὰ καρδίας μου ἠδολέσχουν, καὶ ἔσκαλλον τὸ πνεῡμά μου», ΠΔ) β) ενοχλώ ή ταράζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σκάλλω (< *σκαλ jω) ανάγεται στη συνεσταλμένη… … Dictionary of Greek
σκύλαξ — Ονομαστός γεωγράφος και θαλασσοπόρος από τα Καρύανδα της Καρίας, γι’ αυτό και ονομαζόταν Καρυανδεύς. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος τον έστειλε (521 485 π.Χ.) να εξερευνήσει τις ασιατικές ακτές, μαζί με άλλους εξερευνητές. Αυτοί αποπειράθηκαν τον… … Dictionary of Greek