- ἀπο-σκαρίζω
ἀπο-σκαρίζω, zappelnd sterben, Lucill. 41 (XI, 114); LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σκαρίζω, zappelnd sterben, Lucill. 41 (XI, 114); LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπεσκάρισεν — ἀπό σκαρίζω jump aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκαρίζειν — ἀπό σκαρίζω jump pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάρος — (scarus). Γένος φαρυγγόγναθων ψαριών της οικογένειας των Σκαριδών. Περιλαμβάνει ψάρια μέτριου μεγέθους, με σώμα συμπιεσμένο στα πλάγια. Τα δόντια τους είναι κολλημένα στα σαγόνια τους, τα οποία δίνουν την εντύπωση ράμφους. Στο χαρακτηριστικό αυτό … Dictionary of Greek