- ἀπο-σκύζομαι
ἀπο-σκύζομαι, dasselbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σκύζομαι, dasselbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκύζα — ἡ, Α σφοδρή σαρκική επιθυμία, οργασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η λ. συνδέεται με το λατ. cauda «ουρά», ενώ άλλοι υποθέτουν ότι πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από το ρ. σκύζομαι* με αρχική σημ. «γρυλίζω, γογγύζω»] … Dictionary of Greek
σκύλαξ — Ονομαστός γεωγράφος και θαλασσοπόρος από τα Καρύανδα της Καρίας, γι’ αυτό και ονομαζόταν Καρυανδεύς. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος τον έστειλε (521 485 π.Χ.) να εξερευνήσει τις ασιατικές ακτές, μαζί με άλλους εξερευνητές. Αυτοί αποπειράθηκαν τον… … Dictionary of Greek