ἀπο-σχετλιάζω

ἀπο-σχετλιάζω

ἀπο-σχετλιάζω, zornig werden, B. A. p. 36.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀπεσχετλίασαν — ἀπεσχετλί̱ασαν , ἀπό σχετλῖάζω aor ind act 3rd pl ἀπό σχετλιάζω complain of hardship aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλιασμός — ο, ΝΑ [σχετλιάζω] 1. έντονο παράπονο, που συνήθως συνοδεύεται από αγανάκτηση και οργή 2. έκφραση, παράπονο, μεμψιμοιρία, κλάμα αρχ. σχετλιαστικό επιφώνημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”