- ἀπο-σχεδιάζω
ἀπο-σχεδιάζω, aus dem Stegereif, ohne Vorbereitung, flüchtig etwas thun, νόμος ἀπεσχεδιασμένος, flüchtig entworfen, Ggstz εὖ κείμενος Arist. Eth. Nic. 5, 3; bes. so sprechen, περί τινων Pol. 12, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σχεδιάζω, aus dem Stegereif, ohne Vorbereitung, flüchtig etwas thun, νόμος ἀπεσχεδιασμένος, flüchtig entworfen, Ggstz εὖ κείμενος Arist. Eth. Nic. 5, 3; bes. so sprechen, περί τινων Pol. 12, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχεδιάζω — ΝΜΑ, και σκεδιάζω Ν [σχέδιος / σχέδιο] νεοελλ. 1. χαράζω σχέδιο, απεικονίζω ένα αντικείμενο κυρίως με μολύβι πάνω σε επίπεδη επιφάνεια, σχεδιαγραφώ 2. μτφ. προτίθεμαι, προγραμματίζω, έχω κατά νου να κάνω κάτι («σχεδιάζει να παντρευτεί») 3. φρ.… … Dictionary of Greek
ἀπεσχεδιασμένον — ἀπό σχεδιάζω do perf part mp masc acc sg ἀπό σχεδιάζω do perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσχεδίαζον — ἀπό σχεδιάζω do imperf ind act 3rd pl ἀπό σχεδιάζω do imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσχεδίακεν — ἀπό σχεδιάζω do plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀπό σχεδιάζω do perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσχεδιακέναι — ἀπό σχεδιάζω do perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσχεδιασμένην — ἀπό σχεδιάζω do perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσχεδιασμένος — ἀπό σχεδιάζω do perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσχεδιάζετο — ἀπό σχεδιάζω do imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσχεδιάσθαι — ἀπό σχεδιάζω do perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσχεδιάσθη — ἀπό σχεδιάζω do aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσχεδίαζε — ἀπό σχεδιάζω do imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)