- ἀπο-σχιστής
ἀπο-σχιστής, ὁ, der Absondernde, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σχιστής, ὁ, der Absondernde, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίοδος — Ηλεκτρονική λυχνία με 3 ηλεκτρόδια, η οποία ενισχύει ασθενή σήματα εναλλασσόμενου ρεύματος ή παράγει ηλεκτρεγερτικές δυνάμεις εναλλασσόμενου ρεύματος υψηλής συχνότητας (έως 1.000 MHz). Με τον όρο τ. εννοούμε συνήθως μια λυχνία κενού· αν στο… … Dictionary of Greek
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek
Δαυλίς — Αρχαία οχυρή πόλη της Φωκίδας, στα ανατολικά του Παρνασσού, στην αρχαία οδό από τη Χαιρώνεια στους Δελφούς. Ήταν επίσης η αφετηρία της Σχιστής Οδού, που οδηγούσε στη Θεσσαλία. Οι κάτοικοί της ονομάζονταν Δαυλιείς ή Δαυλίδιοι και οι γυναίκες… … Dictionary of Greek