- ἀπο-σφακελισμός
ἀπο-σφακελισμός, ὁ, dasselbe, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σφακελισμός, ὁ, dasselbe, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφακελισμός — ο, ΝΜΑ [σφακελίζω] σήψη τών ριζών, που έχει ως επακόλουθο την εξασθένηση και τον θάνατο τών δένδρων ή τών θάμνων μσν. (σχετικά με ίππους) επιληψία αρχ. 1. γάγγραινα, νέκρωση 2. αναισθησία μερών τού σώματος από ψύξη 3. μεγάλη λύπη … Dictionary of Greek