- ἀπο-σφακελίζω
ἀπο-σφακελίζω, den kalten Brand, erfrorne Glieder bekommen, ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες Her. 4, 28; Plut. Lyc. 16; val. B. A. 422, wo es aus Ar. auch ἀπεσπάσϑη erkl. wird.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σφακελίζω, den kalten Brand, erfrorne Glieder bekommen, ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες Her. 4, 28; Plut. Lyc. 16; val. B. A. 422, wo es aus Ar. auch ἀπεσπάσϑη erkl. wird.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφακελίζω — ΝΑ [σφάκελος (Ι)] νεοελλ. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο σφακελισμένος ο διάβολος αρχ. 1. πάσχω από σφάκελο, από γάγγραινα («ἐσφακέλισέ τε τὸ ὀστέον καὶ ὁ μηρὸς ἐσάπη», Ηρόδ.) 2. αναισθητοποιούμαι από το ψύχος, ξεπαγιάζω 3. (για φυτά και… … Dictionary of Greek
αποσφακελίζω — ἀποσφακελίζω (Α) 1. παθαίνω κρυοπαγήματα και απονεκρώνονται τα μέλη μου 2. καταλαμβάνομαι ή κατέχομαι από σπασμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + σφακελίζω «υποφέρω από γάγγραινα»] … Dictionary of Greek
σφακελισμός — ο, ΝΜΑ [σφακελίζω] σήψη τών ριζών, που έχει ως επακόλουθο την εξασθένηση και τον θάνατο τών δένδρων ή τών θάμνων μσν. (σχετικά με ίππους) επιληψία αρχ. 1. γάγγραινα, νέκρωση 2. αναισθησία μερών τού σώματος από ψύξη 3. μεγάλη λύπη … Dictionary of Greek