- ἀπο-σφαιρίζω
ἀπο-σφαιρίζω, wie einen Ball weg-, zurückschlagen, Arist. probl. 9, 24 im pass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σφαιρίζω, wie einen Ball weg-, zurückschlagen, Arist. probl. 9, 24 im pass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀποσφαιρίσαι — ἀπό σφαιρίζω play at ball aor inf act ἀποσφαιρίσαῑ , ἀπό σφαιρίζω play at ball aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσφαιρίσθη — ἀπό σφαιρίζω play at ball aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσφαιρίσθησαν — ἀπό σφαιρίζω play at ball aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσφαίριζε — ἀπό σφαιρίζω play at ball imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσφαίρισεν — ἀπό σφαιρίζω play at ball aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσφαίριστο — ἀπό σφαιρίζω play at ball plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσφαιρίσας — ἀποσφαιρίσᾱς , ἀπό σφαιρίζω play at ball aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… … Dictionary of Greek
σφαίριση — Πανάρχαιη προσφιλής ασχολία για ψυχαγωγικούς και αθλητικούς σκοπούς. Εδώ και χιλιάδες χρόνια οι Έλληνες, οι Ασσύριοι, οι Αιγύπτιοι, οι Μεξικάνοι, οι Ρωμαίοι και οι Κινέζοι έπαιζαν με σφαίρες (μπάλες), διαφορετικού σχήματος, μεγέθους και… … Dictionary of Greek
σφαιριστήριο — το / σφαιριστήριον ΝΑ τόπος όπου παίζονται διάφορα παιχνίδια με σφαίρα νεοελλ. 1. το μπιλιάρδο 2. το τραπέζι πάνω στο οποίο παίζεται αυτό το παιχνίδι 3. είδος ηλεκτρονικού παιχνιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαιρίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. καθαρισ τήριον) … Dictionary of Greek