ἀπο-πίμπλημι

ἀπο-πίμπλημι

ἀπο-πίμπλημι (s. πίμπλημι), ganz anfüllen, τινά Plat. Crat. 413 b; τὰς τετρακοσίας μυριάδας, voll machen, Her. 7, 29; χρησμὸν ἀποπλῆσαι, erfüllen, 8, 96: übertr., ϑυμόν, sättigen, stillen, 1, 129; Plat. Legg. IV, 717 d; ἐπιϑυμίας Gorg. 503 c; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πίμπλημι — και πίπλημι και πίπλω και πιμπλάω και πιμπλέω και πιμπλάνομαι, ΜΑ 1. πληρώ, γεμίζω με κάτι (α. «τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα», Ομ. Οδ. β. «δακρύοισι... Ἑλλάδ ἅπασαν ἔπλησε», Ευρ.) 2. γεμίζω το στόμα μου ή την κοιλιά μου, χορταίνω («οὗτος μὲν οὐδ αν …   Dictionary of Greek

  • πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …   Dictionary of Greek

  • Πλειάς — Με το όνομα αυτό είναι γνωστή μια ομάδα από επτά τραγικούς ποιητές, οι οποίοι έζησαν στην Αλεξάνδρεια στους χρόνους του Πτολεμαίου B’ Φιλαδέλφου (284 247 π.Χ.). Ο φιλότεχνος αυτός ηγεμόνας προσπάθησε να μεταφέρει στην Αλεξάνδρεια τη μεγαλοπρέπεια …   Dictionary of Greek

  • περίπλεος — και ποιητ. τ. περίπλειος, ον και περίπλεως, ων, Α 1. ο τελείως γεμάτος από κάτι, κατάμεστος («ὡς δὲ εἶδον τήν τε ἤπειρον ὁπλιτῶν περίπλεων», Θουκ.) 2. υπεράριθμος, περιττός 3. πλήρης, μεστός («περίπλεω νεφροί», Αριστοτ.) 4. αυτός που περιβάλλεται …   Dictionary of Greek

  • πλειών — ῶνος, ὁ, Α πλήρης χρόνος ή χρονική περίοδος, έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλειών παραδίδεται από τον Ησύχιο με σημ. «πλείων ὁ ἐναιαυτός ἀπὸ τούς καρπούς τῆς γῆς συμπληροῦσθαι». Πολλοί έδωσαν στη λ. τη σημ. «καρπός, σπόρος» και τήν συνέδεσαν με τον τ. που… …   Dictionary of Greek

  • πελανός — και πέλανος, ό, Α 1. κάθε πυκνόρρευστο υγρό, όπως, λ.χ. το λάδι και β) το πηχτό αίμα («ῥοφεῑν ἐρυθρὸν ἐκ μελέων πελανόν», Αισχύλ.) 2. παχύρρευστο μίγμα από αλεύρι, μέλι και λάδι, το οποίο έχυναν ή έκαιγαν στους βωμούς ως προσφορά στους θεούς 3.… …   Dictionary of Greek

  • πλείστος — η, ο / πλεῑστος, η, ον, ΝΜΑ (υπερθετικό τού επιθ. πολύς) 1. πάρα πολύς, κυρίως ως προς τον αριθμό ή ως προς την ποσότητα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλείστοι οι περισσότεροι, ο μεγαλύτερος αριθμός («καὶ οἱ μὲν ψιλοὶ οἱ πλεῑστοι εὐθὺς ἐχώρουν»,… …   Dictionary of Greek

  • πλημμυρίδα — η / πλημμυρίς, ίδος, ΝΜΑ, και πλήμυρις Α η φάση τής παλίρροιας κατά την οποία η στάθμη τής θάλασσας ανυψώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τον τ. πλήμη* «πλημμυρίδα» (< πίμπλημι) πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *πλημυρός κατά το σχήμα ἁλμυρίς …   Dictionary of Greek

  • ανθρακοπληθής — ( ούς), ές ο ανθρακοβριθής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + πληθής < πλήθος < πίμπλημι (πρβλ. γυναικοπληθής, αεροπληθής, αστεροπληθής κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • κατάπλεος — κατάπλεος, ον και αττ. τ. κατάπλεως, ων (Α) 1. εντελώς γεμάτος από κάτι 2. γεμάτος ρύπους, ρυπαρός, κατασπιλωμένος («γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πλεος / πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. εκ …   Dictionary of Greek

  • πάλλω — (ΑΜ πάλλω) 1. κάνω κάτι να κινείται παλινδρομικά και γρήγορα, κινώ κάτι παλμικά, σείω, κραδαίνω, δονώ (α. «πάλλω τη χορδή» β. «λόγχην πατρός... χερσὶ πάλλων», Ευρ.) 2. εκτελώ παλμική κίνηση, δονούμαι, κραδαίνομαι 3. μέσ. πάλλομαι κινούμαι ρυθμικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”