- ἀπο-πίμπρημι
ἀπο-πίμπρημι (s. πίμπρημι), ab-, anbrennen, ἀπέπρησε Arch. frg. 99.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-πίμπρημι (s. πίμπρημι), ab-, anbrennen, ἀπέπρησε Arch. frg. 99.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίμπρημι — Α 1. πυρπολώ, βάζω φωτιά σε κάτι (α. «πρῆσε δὲ πυρὸς θύρετρα», Ομ. Ιλ. β. «ἠθέλησε πυρὶ πρῆσαι κατ ἄκρας», Σοφ. γ. «πρήσω πόλιν», Αισχύλ.) 2. φλεγμαίνω, έχω φλεγμονή («πίμπρησι δὲ χείλη», Νίκ.) 3. πρήθω*. φυσώ και φουσκώνω κάτι, προκαλώ φούσκωμα… … Dictionary of Greek
ἀπέπρησε — ἀπό πίμπρημι burn aor ind act 3rd sg ἀπό πρήθω burn aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέπρησεν — ἀπό πίμπρημι burn aor ind act 3rd sg ἀπό πρήθω burn aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπρησθέντων — ἀπό πίμπρημι burn aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρήζω — Ν 1. κάνω κάτι να φουσκώσει, διογκώνω, φουσκώνω («τόν κλότσησε και τού πρηξε το πόδι») 2. παθ. πρήζομαι παθαίνω οίδημα («μού πρήστηκε ο κάλος από το πολύ περπάτημα») 3. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ, παιδεύω (α. «μ έπρηξε ώσπου να πει το ναι» β. «μού… … Dictionary of Greek
διαπρήσει — διά , ἀπό ῥέομαι flow fut ind mp 2nd sg διά πίμπρημι burn aor subj act 3rd sg (epic) διά πίμπρημι burn fut ind mid 2nd sg διά πίμπρημι burn fut ind act 3rd sg διά πρήθω burn aor subj act 3rd sg (epic) διά πρήθω burn fut ind mid 2nd sg διά πρήθω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρημονώ — άω, Α πιθ. φουσκώνω από αγανάκτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. παράγεται από τις λ. πρῆσμα, πρησμονή (< πίμπρημι), χωρίς το δυσερμήνευτο σ τών τύπων αυτών] … Dictionary of Greek
περιπίμπρημι — Α 1. πυρπολώ κάτι ολόγυρα, από όλες τις πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πίμπρημι «καίω, πυρπολώ»] … Dictionary of Greek
πρήσκω — ΝΜ πρήζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το ρ. πρήθω, πίμπρημι με το ενεστωτικό επίθημα σκω, με σκοπό να δηλωθεί σαφέστερα το θ. τού ενεστ. και να αντιδιασταλεί προς τους άλλους χρόνους (πρβλ. λούζω λούσκομαι, μυρίζω μυρίσκουμαι, πλήσσω… … Dictionary of Greek
πρημαίνω — Α 1. (για τον άνεμο) φυσώ, πνέω ισχυρώς, σφοδρώς 2. (με αιτ.) εντείνω, επιτείνω («πρήμηνον ἀξίην φωνὴν σεωυτοῡ», Ηρώνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. παράγεται από τους τ. πρῆσμα, πρησμονή (< πίμπρημι) χωρίς το δυσερμήνευτο σ τών τύπων αυτών] … Dictionary of Greek