ἀπο-πίνω

ἀπο-πίνω

ἀπο-πίνω (s. πίνω), davon trinken, Her. 4, 70; Philostr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • πίνω — ήπια, πιώθηκα, πιωμένος, παίρνω υγρό από το στόμα, ρουφώ, μεθώ: Ολημερίς πίνει και δεν ξέρει τι κάνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξαναπίνω — πίνω πάλι, ξαναρχίζω το ποτό («από τότε που αρρώστησε ορκίστηκε να μην ξαναπιεί») …   Dictionary of Greek

  • κρατήρας — I (Αρχαιολ.). Αγγείο (κρατήρ) που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες από τους ομηρικούς χρόνους για να αναμειγνύουν το κρασί με νερό. Επρόκειτο κυρίως για δοχεία αρκετά μεγάλα με πλατύ στόμιο και λαβές. Παλαιότερα οι λαβές των κ. είχαν σχήμα ελίκων και… …   Dictionary of Greek

  • πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • άλφιτον — ἄλφιτον, το (Α) (στον ενικό μόνο στον Όμηρο) 1. ξεφλουδισμένο ή χοντροκοπανισμένο κριθάρι 2. φρ. «ἀλφίτου ἀκτίς», κριθάλευρο (συνήθως στον πληθυντικό) τὰ ἄλφιτα 3. χονδροκομμένο αλεύρι, πληγούρι (σε αντίθεση με τα ἀλείατα*), με το οποίο συνήθιζαν …   Dictionary of Greek

  • ἀναπίνω — ἀναπί̱νω , ἀνά , ἀπό ἰνόω make strong and nervous imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνά , ἀπό ἰνόω make strong and nervous pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀνά , ἀπό ἰνόω make strong and nervous imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπίνει — ἀναπί̱νει , ἀνά , ἀπό ἰνάω carry off by evacuations imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἀνά , ἀπό ἰνάω carry off by evacuations pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) ἀνά , ἀπό ἰνάω carry off by evacuations imperf ind act 3rd sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπεκπίνω — Α πίνω από κοινού με κάποιον κάτι μετά από κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπεκπίνω «πίνω κάτι μετά από κάτι άλλο»] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”