ἀπο-ποίησις

ἀπο-ποίησις

ἀπο-ποίησις, , das Verwerfen, Abschaffen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • ποίηση — Λογοτεχνική σύνθεση στην οποία η έκφραση των αισθημάτων ή των εικόνων, η αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων, ακόμα και η έκθεση επιστημονικών ή φιλοσοφικών αντιλήψεων, επιτυγχάνεται όχι μόνο με τη σημασία των λέξεων και των συνδυασμών… …   Dictionary of Greek

  • Λαμπελέτ — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) μουσικοσυνθετών και μουσικολόγων. 1. Γεώργιος (Κέρκυρα 1875 – Αθήνα 1945). Σπούδασε στο ωδείο της Νάπολης, στην Ιταλία. Είναι από τους πρώτους Έλληνες συνθέτες που ασχολήθηκαν σοβαρά και με επιστημονική διάθεση με το …   Dictionary of Greek

  • σοφία — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιταλία. Πέθανε από τη λύπη της μετά τον μαρτυρικό θάνατο των τριών θυγατέρων της επί Αδριανού (117 138). Η μνήμη της τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. 2. Λέγεται ότι είχε ιατρικές γνώσεις …   Dictionary of Greek

  • αποσταλινοποίηση — η απόρριψη των αρχών και των μεθόδων του σταλινισμού, εγκατάλειψη της σκληρής κομματικής γραμμής που ακολούθησε ο Στάλιν, απομάκρυνση από τα αξιώματα των προσώπων του στενού περιβάλλοντος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + Στάλιν + ποίησις ( η) < ποιώ …   Dictionary of Greek

  • αποστασιοποίηση — Όρος του σύγχρονου θεάτρου, που αναφέρεται στην προσπάθεια του θεατρικού συγγραφέα (αλλά και των βασικών παραγόντων της παράστασης, π.χ. του σκηνοθέτη και των ηθοποιών) να αποτρέψουν τη μηχανική ταύτιση του θεατή με τον διαδραματιζόμενο μύθο και …   Dictionary of Greek

  • στατικός — ή, ό / στατικός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στάση, που προκαλεί στάση, που προκαλεί ακινησία, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που αναφέρεται στην κίνηση ή στη μεταβολή 2. το θηλ. ως ουσ. η στατική γένος αγγειόσπερμων δικότυλων… …   Dictionary of Greek

  • φιλόσοφος — Άγιος της Ανατ. Όρθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, επειδή, όπως λέει ο Μέγας Αντώνιος, θέλοντας να αποφύγει να συνομιλήσει με πόρνη, όπως τον υποχρέωσαν, δάγκασε τη γλώσσα του και την έφτυσε με το… …   Dictionary of Greek

  • Τόμπρος, Μιχαήλ — (Αθήνα 1889 – 1975). Έλληνας γλύπτης. Τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών του ΕΜΠ συνέχισε με υποτροφία στο Παρίσι, στην Ακαδημία Ζουλιέν, όπου παρακολούθησε τους καθηγητές Λαντόφσκι και Μπονσάρ. Με την κήρυξη του A’ Παγκοσμίου πολέμου γύρισε… …   Dictionary of Greek

  • αιμοποίηση — η παραγωγή κυττάρων τού αίματος από τα αιμοποιητικά όργανα, που είναι ο μυελός τών οστών, οι λεμφαδένες, η σπλήνα και ο δικτυοενδοθηλιακός ιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < hemopoiesis, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < αίμα + ποίησις ( η)] …   Dictionary of Greek

  • λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”