ἀπο-πλώω

ἀπο-πλώω

ἀπο-πλώω, ion. u. poet. = ἀποπλέω, Od. 14, 339 γαίης πολλὸν ἀπέπλω νη ῦς; Her. 4, 156 u. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από …   Dictionary of Greek

  • πλωτήρας — ο / πλωτήρ, ῆρος, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ναυτ. ελαφρό σώμα που επιπλέει στο νερό ή βοηθά άλλο σώμα να διατηρείται στην επιφάνεια τού νερού 2. (αεροπ.) καθεμιά από τα δύο στεγανές λεμβοειδείς κατασκευές που χρησιμεύουν στο να συγκρατούν τα υδροπλάνα πάνω… …   Dictionary of Greek

  • πλωΐζω — ΜΑ 1. πλέω 2. ταξιδεύω διά θαλάσσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλω τού πλώω* «πλέω» + κατάλ. ίζω (πρβλ. πλοΐζω). Ο μυκην. τ. porowito, αν αποδίδει τη λ. *πλωFιστος, έχει παραχθεί από το ρ. πλωΐζω και δήλωνε έναν μήνα τού χρόνου κατάλληλο για απόπλου] …   Dictionary of Greek

  • πλωτός — ή, ό / πλωτός, όν, ΝΜΑ [πλώω] 1. αυτός που πλέει, που επιπλέει στην επιφάνεια τού νερού 2. αυτός που μπορεί κανείς να τόν διαπλεύσει νεοελλ. φρ. α) «πλωτή δεξαμενή» (ναυπ.) τύπος δεξαμενής για ναυπηγικές εργασίες β) «πλωτή γέφυρα» γέφυρα που… …   Dictionary of Greek

  • ρώομαι — Α (επικ.τ.) (αποθ.) 1. (συν. για πολεμιστή) κινούμαι με ταχύτητα, με ορμή, σπεύδω, εφορμώ («πολλοὶ δὲ ἥρωες Ἀχαιοὶ τεύχεσιν ἐρρώσαντο περὶ πυρὴν», Ομ. Οδ.) 2. (για χορευτές) εκτελώ γρήγορες κινήσεις 3. (για μαλλιά) κυματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης… …   Dictionary of Greek

  • χώομαι — Α (επικ. τ.) 1. οργίζομαι, θυμώνω 2. (σπάν.) ταράζομαι, συγχύζομαι 3. (με γεν. προσ. ή πραγμ.) εξοργίζομαι εξαιτίας κάποιου 4. (με δοτ. προσ. και αιτ. πραγμ.) θυμώνω με κάποιον για κάτι («μή μοι τόδε χώεο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο ο φωνηεντισμός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”