- ἀπο-πλίσσομαι
ἀπο-πλίσσομαι, mit gespreizten Beinen davon laufen, ἀπεπλίξατο Ar. Ach. 212, Schol. ἀπεσείσατο, ἀπέφυγεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-πλίσσομαι, mit gespreizten Beinen davon laufen, ἀπεπλίξατο Ar. Ach. 212, Schol. ἀπεσείσατο, ἀπέφυγεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
καταπλίσσομαι — (Α) (αμφβλ. γρφ.) καταπατώμαι («ἡμῶν ἴσως σὺ καταπλιγήσει τῷ χορῷ» θα καταπατηθείς από τον χορό μας, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πλίσσομαι «βαδίζω με μικρά βήματα»] … Dictionary of Greek
περιπλίσσομαι — ΜΑ βάζω τα πόδια μου γύρω από κάτι ή σταυρωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλίσσομαι «βαδίζω, βηματίζω»] … Dictionary of Greek