ἀπ-εικονίζω

ἀπ-εικονίζω

ἀπ-εικονίζω, = ἀπεικάζω, Mel. 11. 26 (XII, 56. 127); Philo.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εικονίζω — εικονίζω, εικόνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εικονίζω — (AM εἰκονίζω) 1. αποδίδω την εικόνα, τη μορφή προσώπου ή παράστασης 2. διαμορφώνω, δίνω μορφή σε υλικό («εἰκονίζω τὰς ἀμόρφους ὕλας») αρχ. μσν. φέρνω στον νου μου, σχηματίζω με τη φαντασία μου την εικόνα κάποιου μσν. 1. συμβολίζω 2. φανερώνω,… …   Dictionary of Greek

  • εικονίζω — εικόνισα, εικονίστηκα, εικονισμένος, μτβ., με εικόνα ή σε εικόνα ή με λόγο παρασταίνω κάτι, απεικονίζω, περιγράφω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

  • προεικονιζούσας — προεικονιζούσᾱς , πρό εἰκονίζω copy pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) προεικονιζούσᾱς , πρό εἰκονίζω copy pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεικόνιζε — πρό εἰκονίζω copy pres imperat act 2nd sg προεικόνιζε , πρό εἰκονίζω copy imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξῃκονισμένον — ἐκ εἰκονίζω copy perf part mp masc acc sg ἐκ εἰκονίζω copy perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεικόνιστος — ἀνεικόνιστος, ον (Α) [εικονίζω] εκείνος που δεν είναι δυνατόν να απεικονιστεί, να παρασταθεί με εικόνα …   Dictionary of Greek

  • αντεγχαράσσω — ἀντεγχαράσσω (Μ) εξαλείφω κάτι και αντί γι’ αυτό εικονίζω ή ζωγραφίζω κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

  • διακριβώνω — (AM διακριβῶ·, όω) [ακριβώ] 1. εξετάζω αυστηρά την ακρίβεια, εξακριβώνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) διακριβωμένος, η, ο (AM διηκριβωμένος, η, ον) αυτός που είναι εξακριβωμένος από κάθε πλευρά και σε όλες τις λεπτομέρειες του αρχ. 1. εικονίζω ακριβώς …   Dictionary of Greek

  • διατυπώνω — (AM διατυπῶ, όω) δίνω τύπο (μορφὴ) σε σκέψη, ιδέα κ.λπ., διαμορφώνω μσν. 1. σημαίνω, δείχνω, εννοώ («καθὼς ἂν αὐτοὶ διατυπώσητε») 2. κανονίζω, προετοιμάζω 3. συμβολίζω («οἱ δέκα ἀπόστολοι... τὴν ἀόρατον διετύπουν... δεκάδα») μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”