- ἀπ-εγ-γλωττίζομαι
ἀπ-εγ-γλωττίζομαι, pass., ohne Zunge sein, Luc. Lexiph. 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπ-εγ-γλωττίζομαι, pass., ohne Zunge sein, Luc. Lexiph. 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταγλωττίσας — μεταγλωττίσᾱς , μετά γλωττίζομαι aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) μεταγλωττίσᾱς , μετά γλωττίζω kiss lasciviously aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεγλωττισμένοις — ἀπό γλωττίζομαι perf part mp masc/neut dat pl (attic) ἀπό γλωττίζω kiss lasciviously perf part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγλωττίζομαι — ἐπί γλωττίζομαι pres ind mp 1st sg (attic) ἐπί γλωττίζω kiss lasciviously pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)