παρηΐς — ΐδος και παρηϊάς, άδος και συνηρ. τ. παρῇς, ῇδος, ἡ, Α παρήϊον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρειά* «μάγουλο» + επίθημα ίς / ιάς] … Dictionary of Greek
παρῆις — παρῇς , πάρειμι 1 sum pres subj act 2nd sg παρῇς , παρίημι let fall at the side aor subj act 2nd sg παρῇς , παρίημι let fall at the side aor subj act 2nd sg παρῇς , πείρω pierce aor subj pass 2nd sg πᾱρῇς , πηρός disabled in a limb fem dat pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηίδα — παρηίς fem acc sg παρηίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηίδας — παρηίς fem acc pl παρηίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηίδες — παρηίς fem nom/voc pl παρηίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηίδι — παρηίς fem dat sg παρηίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηίδος — παρηίς fem gen sg παρηίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηίδων — παρηίς fem gen pl παρηίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηίσι — παρηίς fem dat pl παρηίς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηίσιν — παρηίς fem dat pl παρηίς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρῄς — παρηίς fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)