παρηΐς

παρηΐς

παρηΐς, ΐδος, ἡ, = παρειά, παρήϊον; στείχει δ' ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων, Aesch. Spt. 516; πρέπει παρηῒς φοινίοις ἀμυγμοῖς, Ch. 24; λευκή, Eur. Med. 923; παρειὰν προςβαλὼν παρηΐδι, Hec. 410; Phryn. bei Ath. XIII, 564 f. S. παρῄς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παρηΐς — ΐδος και παρηϊάς, άδος και συνηρ. τ. παρῇς, ῇδος, ἡ, Α παρήϊον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρειά* «μάγουλο» + επίθημα ίς / ιάς] …   Dictionary of Greek

  • παρῆις — παρῇς , πάρειμι 1 sum pres subj act 2nd sg παρῇς , παρίημι let fall at the side aor subj act 2nd sg παρῇς , παρίημι let fall at the side aor subj act 2nd sg παρῇς , πείρω pierce aor subj pass 2nd sg πᾱρῇς , πηρός disabled in a limb fem dat pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηίδα — παρηίς fem acc sg παρηίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηίδας — παρηίς fem acc pl παρηίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηίδες — παρηίς fem nom/voc pl παρηίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηίδι — παρηίς fem dat sg παρηίς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηίδος — παρηίς fem gen sg παρηίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηίδων — παρηίς fem gen pl παρηίς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηίσι — παρηίς fem dat pl παρηίς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηίσιν — παρηίς fem dat pl παρηίς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρῄς — παρηίς fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”